Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η διάλεξη

См. также в других словарях:

  • διάλεξη — η (AM διάλεξις, εως) νεοελλ. δημόσια ομιλία ή διδασκαλία σε καθορισμένο θέμα αρχ. μσν. συζήτηση, συνομιλία αρχ. διάλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λέξις] …   Dictionary of Greek

  • διάλεξη — η δημόσια ομιλία που πραγματεύεται ορισμένο θέμα, ομιλία μπροστά σε ακροατήριο: Παρακολούθησε μια σειρά διαλέξεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαλέξῃ — διαλέξηι , διάλεξις discourse fem dat sg (epic) διαλέγω pick out aor subj mid 2nd sg διαλέγω pick out aor subj act 3rd sg διαλέγω pick out fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nikos Engonopoulos — Níkos Engonópoulos Níkos Engonópoulos Níkos Engonópoulos (en grec moderne : Νίκος Εγγονόπουλος) est un peintre et un poète grec né le 21 octobre 1907 à Athènes et décédé le 31 octobre 1985 à Athènes. Il fut un d …   Wikipédia en Français

  • Níkos Engonópoulos — (en grec moderne : Νίκος Εγγονόπουλος) est un peintre et un poète grec né le 21 octobre 1907 à Athènes et décédé le 31 octobre 1985 à Athènes. Il fut un des premiers surréalistes de Grè …   Wikipédia en Français

  • ακροατήριο — (Νομ.). Ως δικαστικός όρος, σημαίνει την αίθουσα όπου διεξάγονται οι δίκες. Είναι ο χώρος όπου συνεδριάζει το δικαστήριο για να ερευνήσει την υπόθεση και να απαγγείλει την απόφαση. Εκεί εξετάζονται οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες (αν… …   Dictionary of Greek

  • κυλικείο — το (Α κυλικεῑον) [κύλιξ] τραπέζι με ποτά και ποτήρια νεοελλ. 1. τραπέζι με ποτά ή και φαγητά που προσφέρονται σε καλεσμένους, μπουφές («μετά τη διάλεξη θα υπάρχει κυλικείο») 2. ειδικός χώρος σε κτήρια, σιδηροδρόμους, πλοία κ.α., όπου πωλούνται… …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

  • λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… …   Dictionary of Greek

  • μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… …   Dictionary of Greek

  • ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»