-
1 διαλέξη
διαλέξηι, διάλεξιςdiscourse: fem dat sg (epic)διαλέγωpick out: aor subj mid 2nd sgδιαλέγωpick out: aor subj act 3rd sgδιαλέγωpick out: fut ind mid 2nd sg -
2 διαλέξῃ
διαλέξηι, διάλεξιςdiscourse: fem dat sg (epic)διαλέγωpick out: aor subj mid 2nd sgδιαλέγωpick out: aor subj act 3rd sgδιαλέγωpick out: fut ind mid 2nd sg -
3 διάλεξη
[-ις (-εως)] η лекция; доклад; беседа;δημόσιες διάλέξεις — публичные лекции;
κάνω διάλεξη — читать лекцию
-
4 διάλεξη
1) conférence2) exposé -
5 διάλεξη
1) odczyt (m) rzecz.2) prelekcja (f) rzecz.3) wykład (m) rzecz. -
6 διάλεξη
přednáška -
7 διάλεξη
lectureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διάλεξη
-
8 konferans
διάλεξη, διάσκεψη -
9 conférence
διάλεξη -
10 exposé
διάλεξη -
11 odczyt
διάλεξη -
12 prelekcja
διάλεξη -
13 wykład
διάλεξη -
14 лекция
лекция ж η διάλεξη, η ομιλία· читать \лекцияю κάνω διάλεξη* * *жη διάλεξη, η ομιλίαчита́ть ле́кцию — κάνω διάλεξη
-
15 после
после 1. нареч. κατόπιν, ύστερα, έπειτα· об этом мы поговорим \после γι* αυτό θα μιλήσουμε αργότερα 2. предлог ύστερα από, μετά· \после обеда το απόγευμα· \после лекция μετά τη διάλεξη· \после всех ύστερα απ* όλους* * *1. нареч.κατόπιν, ύστερα, έπειτα2. предлогоб э́том мы поговори́м по́сле — γι; 'αυτό θα μιλήσουμε αργότερα
ύστερα από, μετάпо́сле обе́да — το απόγευμα
по́сле ле́кции — μετά τη διάλεξη
по́сле всех — ύστερα απ' όλους
-
16 читать
-
17 публичный
публичн||ыйприл δημόσιος:\публичныйая библиотека ἡ δημοσία βιβλιοθήκη· \публичныйая лекция ἡ διάλεξη γιά τό κοινό, ἡ δημοσία διάλεξη· ◊ \публичныйая женщина ἡ πόρνη, ἡ δημόσια· \публичныйый дом οίκος ἀνοχής· \публичныйые торги ἡ δημοπρασία. -
18 lecture
['lek ə] 1. noun1) (a formal talk given to students or other audiences: a history lecture.) διαλέξη2) (a long and boring or irritating speech, warning or scolding: The teacher gave the children a lecture for running in the corridor.) κήρυγμα2. verb(to give a lecture: He lectures on Roman Art; She lectured him on good behaviour.) δίνω διαλέξη: κάνω κήρυγμα- lecturer -
19 доклад
-а α.1. εισήγηση, έκθεση• ομιλία, διάλεξη•отчтный доклад απολογιστική έκθεση•
о происхождении человека διάλεξη για την καταγωγή του ανθρώπου.
2. αναφορά (γραπτή ή προφορική)•доклад директору αναφορά στο διευθυντή.
3. ειδοποίηση;•без -ав кабинет не входят χωρίς ειδοποίηση δεν μπαίνουν στο γραφείο.
-
20 лектор
ο καθηγητής, ο ομιλητής (στη διάλεξη).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лектор
См. также в других словарях:
διάλεξη — η (AM διάλεξις, εως) νεοελλ. δημόσια ομιλία ή διδασκαλία σε καθορισμένο θέμα αρχ. μσν. συζήτηση, συνομιλία αρχ. διάλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λέξις] … Dictionary of Greek
διάλεξη — η δημόσια ομιλία που πραγματεύεται ορισμένο θέμα, ομιλία μπροστά σε ακροατήριο: Παρακολούθησε μια σειρά διαλέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλέξῃ — διαλέξηι , διάλεξις discourse fem dat sg (epic) διαλέγω pick out aor subj mid 2nd sg διαλέγω pick out aor subj act 3rd sg διαλέγω pick out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Nikos Engonopoulos — Níkos Engonópoulos Níkos Engonópoulos Níkos Engonópoulos (en grec moderne : Νίκος Εγγονόπουλος) est un peintre et un poète grec né le 21 octobre 1907 à Athènes et décédé le 31 octobre 1985 à Athènes. Il fut un d … Wikipédia en Français
Níkos Engonópoulos — (en grec moderne : Νίκος Εγγονόπουλος) est un peintre et un poète grec né le 21 octobre 1907 à Athènes et décédé le 31 octobre 1985 à Athènes. Il fut un des premiers surréalistes de Grè … Wikipédia en Français
ακροατήριο — (Νομ.). Ως δικαστικός όρος, σημαίνει την αίθουσα όπου διεξάγονται οι δίκες. Είναι ο χώρος όπου συνεδριάζει το δικαστήριο για να ερευνήσει την υπόθεση και να απαγγείλει την απόφαση. Εκεί εξετάζονται οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες (αν… … Dictionary of Greek
κυλικείο — το (Α κυλικεῑον) [κύλιξ] τραπέζι με ποτά και ποτήρια νεοελλ. 1. τραπέζι με ποτά ή και φαγητά που προσφέρονται σε καλεσμένους, μπουφές («μετά τη διάλεξη θα υπάρχει κυλικείο») 2. ειδικός χώρος σε κτήρια, σιδηροδρόμους, πλοία κ.α., όπου πωλούνται… … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
μελέτη — I Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν μία από τις τρεις Μούσες, σύμφωνα με την πρώτη τους διαίρεση. Είναι επίσης γνωστή και ως Μελετώσα. Οι τρεις Μούσες ονομάζονταν Αοιδή, Μ. και Μνήμη ή Μούσα θεά ή Υμνώ. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι Μούσες… … Dictionary of Greek
ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β … Dictionary of Greek